- αυτοέπαινος
- ο самохвальство, самовосхваление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αὐτοέπαινος — praising one self masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοέπαινος — ο (Μ αὐτοέπαινος, ον το ουδ. και ως ουσ.) το να επαινεί κανείς τον εαυτό του … Dictionary of Greek
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek